Ανάπτυξη του παιδιού και γλώσσα

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Ανάπτυξη του παιδιού και γλώσσα [Α4]
Γρηγόρης Αμπατζόγλου (2001)

Κείμενο 1: Stevens, R. 1987. Φρόυντ και ψυχανάλυση. Παρουσίαση και αξιολόγηση. Μτφρ. Μ. Μητσός. Κεφ. 4. Ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη. Αθήνα: Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο-Κουτσουμπός, σελ. 54-63.

ΨΥΧΟΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το 1905, ο Φρόυντ έγραψε τη μελέτη του “Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο”. Ο Φρόυντ διέκρινε μια αναλογία ανάμεσα στα ευφυολογήματα και στα όνειρα (αυτή ακριβώς η ομοιότητα παρακίνησε το φίλο του Fliess να του προτείνει να γράψει τη μελέτη). Ένα ευφυολόγημα δεν εκφράζει το νόημά του άμεσα, αλλά το παρουσιάζει συνήθως συντετμημένο ή διαστρεβλωμένο ή, πάλι, σαν σύνολο ενδείξεων. Το ευφυολόγημα γίνεται αντιληπτό όταν ο ακροατής βγάλει το σωστό συμπέρασμα και συλλάβει το λανθάνον νόημα.

Τον ίδιο χρόνο ο Φρόυντ εξέδωσε το Τρία δοκίμια για τη σεξουαλική θεωρία, το σημαντικότερο ίσως βιβλίο του μετά την Ερμηνευτική των ονείρων. Κατά τη συνεργασία του με τον Breuer, ο Φρόυντ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάποια σεξουαλική διαταραχή δίνει πάντα τη βασική εξήγηση της υστερικής νεύρωσης. Στο βιβλίο αυτό διερεύνησε τον σύνθετο χαρακτήρα και τη σημασία της σεξουαλικότητας, καθώς και τη σχέση της με την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ειδικότερα, διατύπωσε την πρωτότυπη πρόταση ότι η σεξουαλική ανάπτυξη συντελείται στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής και πως ό,τι συμβαίνει αυτή την περίοδο έχει αποφασιστική σημασία για τον μετέπειτα έφηβο -όχι μόνο όσον άφορά τη σεξουαλική του ζωή, αλλά και τον χαρακτήρα του. Ο Φρόυντ έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της οντογενετικής ανάπτυξης (δηλαδή την καταγωγή και την ανάπτυξη του ατόμου). Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον έφηβο, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στην παιδική του ηλικία. Η συνειδητοποίηση από τον Φρόυντ της σπουδαιότητας της παιδικής ηλικίας και, ειδικότερα, των πέντε πρώτων χρόνων της ζωής, αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές του συλλήψεις, μια σύλληψη που έχει δικαιωθεί πλήρως στις διάφορες μεταγενέστερες έρευνες για τον άνθρωπο, αλλά και σε άλλα είδη.

Ο ακριβής λόγος για τον οποίο τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής έχουν τέτοια επίδραση δεν μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα. Μερικές υποθέσεις διατυπώθηκαν στο Κεφάλαιο 1. Το έργο του Piaget δείχνει ότι οι εμπειρίες του μικρού παιδιού είναι ποιοτικά διαφορετικές από τις εμπειρίες του εφήβου. Ο κόσμος του είναι λιγότερο σταθερός και τακτοποιημένος, εντονότερα χρωματισμένος από τους φόβους και τις ελπίδες του. Η άμυνα του παιδιού απέναντι στον φόβο και το άγχος είναι πρωτόγονη και στοιχειώδης. Καθώς η έννοια του χρόνου έχει άλλες διαστάσεις, η άμεση κατάσταση αποκτά δραματική βαρύτητα. Για όλους αυτούς τους λόγους, ένα γεγονός που ένας έφηβος το θεωρεί σχετικά ασήμαντο μπορεί να έχει ανεξίτηλες και σοβαρές συνέπειες στην εμπειρία ενός μικρού παιδιού. Έχει ειπωθεί ότι το φαινόμενο της “αποτύπωσης” [imprinting] απαντάται σε νεαρά μέλη πολλών ειδών, κυρίως πουλιών. Το φαινόμενο αυτό έχει σχέση με μια κρίσιμη και περιορισμένη φάση της ανάπτυξης, όταν το νεαρό πουλί παρουσιάζει ιδιαίτερη κλίση προς ορισμένες μορφές μάθησης, όπως για παράδειγμα να ακολουθεί ένα μεγάλο κινούμενο αντικείμενο (που είναι βέβαια συνήθως ο γονέας). Όταν η αποτύπωση εδραιωθεί, η αντιστροφή της δεν είναι εύκολη. Το έργο του Bowlby για την προσαρμογή δείχνει ότι και στους ανθρώπους η πρώτη παιδική ηλικία είναι περίοδος ιδιαίτερα ευαίσθητη για τη συναισθηματική μάθηση.

Ο Φρόυντ πίστευε ότι δεν αναγνωρίζουμε εύκολα τη σημασία της παιδικής ηλικίας λόγω της παιδικής αμνησίας [infantile amnesia]. Όταν οι εμπειρίες είναι οδυνηρές ή απογοητευτικές απωθούνται και αφήνουν μόνο σχετικά ασήμαντες αναμνήσεις -οθόνες [screen memories]- μεμονωμένα δηλαδή επεισόδια που μπορούμε να τα ανακαλούμε στη μνήμη μας. Τα επεισόδια αυτά θυμίζουν περισσότερο το έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου και απαιτούν επεξεργασία για να φτάσει κανείς στο λανθάνον νόημά τους. Ωστόσο, μπορεί να προβάλλεται σθεναρή αντίσταση σε μια τέτοια επεξεργασία, και ο Φρόυντ αποδίδει την απροθυμία των συγχρόνων του (ακόμα και τη δική του) να δεχτούν την έννοια της παιδικής σεξουαλικότητας σ’ αυτή την αντίσταση.

Ο Φρόυντ συνέλαβε την ανάπτυξη σαν μια σύνθετη αλληλεπίδραση ανάμεσα σ’ ένα βιολογικά προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμα ανάπτυξης και στο περιβαλλοντικό και κοινωνικό πλαίσιο του παιδιού. Για να περιγράψει τη βιολογική συνιστώσα, ο Φρόυντ χρησιμοποίησε τη λέξη Trieb, που συνήθως αποδίδεται σαν ένστικτο [instinct] ή ενόρμηση [drive]. Σύμφωνα με τη φροϋδική χρήση του όρου, οι πηγές των ενορμήσεων βρίσκονται στη σωματική δομή και λειτουργία του οργανισμού. Οι ενορμήσεις έχουν επίσης ένα σκοπό, που είναι μια σωματική μεταβολή ή ανταμοιβή και βιώνεται σαν ικανοποίηση. Τέλος, οι ενορμήσεις έχουν ένα αντικείμενο που συμβάλλει αποφασιστικά στην παροχή ικανοποίησης. Η ικανοποίηση αυτή μπορεί να μεταβληθεί ως αποτέλεσμα της μάθησης και της εμπειρίας. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, τα ένστικτα ή οι ενορμήσεις εννοούνται ως συστήματα τάσεων που απορρέουν από τις σωματικές λειτουργίες. Όλη η ψυχική ενέργεια προκύπτει από τη λειτουργία των ενορμήσεων.

Φοιτητής ακόμα, ο Φρόυντ είχε γοητευτεί από την Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου, που είχε δημοσιευτεί τρία χρόνια μετά τη γέννησή του και, μολονότι ο ίδιος δεν κάνει άμεση σύνδεση, η έννοια της ενόρμησης συμφωνεί με τη θεωρία της εξέλιξης. Αρχικά, ο Φρόυντ είχε ταξινομήσει τις ενορμήσεις σε δυο βασικούς τύπους. Χρησιμοποιούσε τον όρο “ένστικτα του Εγώ” για να αναφερθεί στις ενορμήσεις που προάγουν τη διατήρηση του εαυτού. Η πείνα και η δίψα ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Τα “σεξουαλικά ένστικτα” δηλώνουν αντίθετα τις ενορμήσεις που αποσκοπούν στη διατήρηση του είδους. Αργότερα, στο έργο του Πέραν της αρχής της ηδονής (1920), ο Φρόυντ παρουσίασε μια κάπως διαφορετική διχοτόμηση. Συγκέντρωση σε μια ομάδα τα ένστικτα του Εγώ και τα σεξουαλικά ένστικτα και τα ονόμασε Έρωτα (Eros) ή ενορμήσεις της ζωής. Στον αντίθετο πόλο τοποθέτησε το ένστικτο του θανάτου (που μερικές φορές το ονομάζει Θάνατο· Thanatos). Σαν ένστικτο θανάτου ο Φρόυντ εννοούσε μια παρόρμηση αυτοκαταστροφής, που τη θεωρούσε εκδήλωση μιας συντηρητικής τάσης, έμφυτης σε όλες τις ζωτικές διεργασίες -την επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση. “Σκοπός κάθε ζωής είναι ο θάνατος …τα άψυχα πράγματα υπήρχαν πριν από τα ζωντανά…”. Το ένστικτο του θανάτου μπορεί να εκφραστεί με μια δυνητικά αυτοκαταστροφική συμπεριφορά -όπως έκθεση σε περιττούς κινδύνους, εθισμό στο οινόπνευμα ή στα ναρκωτικά και απόπειρες αυτοκτονίας. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι, όπως και η σεξουαλική ενόρμηση, το ένστικτο του θανάτου μπορεί κι αυτό να εκφραστεί με έμμεσο τρόπο -λ.χ. να στραφεί προς τα έξω με τη μορφή επιθετικότητας.

Αν και αργότερα ο Φρόυντ κατάληξε να δεχτεί την ύπαρξη του ενστίκτου του θανάτου ως γεγονότος, όταν τη διατύπωσε για πρώτη φορά πίστευε ότι αυτή η έννοια είναι καθαρά υποθετική. Είναι αλήθεια ότι βασίζεται σε ορισμένους αμφίβολους συλλογισμούς, έχει αποτελέσει σημαντικό ζήτημα διαφωνίας και αμφισβητείται από πολλούς σύγχρονους ψυχαναλυτές. Ο Ernest Jones, συνεργάτης και βιογράφος του Φρόυντ, υποστηρίζει ότι η προσωπική ανησυχία του Φρόυντ για τον θάνατο έπαιξε ίσως κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της ιδέας. Ο Φρόυντ πρωτομίλησε για το ένστικτο του θανάτου λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στα 60 και στα 70 του χρόνια. Είχε τότε κάποια προβλήματα με την καρδιά του και, για ορισμένο διάστημα, ασχολήθηκε επίμονα με την πρόβλεψη της χρονολογίας του θανάτου του και κατάληξε ότι θα πέθαινε 62 χρονών. Η έννοια του “καταναγκασμού σε επανάληψη” [compulsion to repeat], από την οποία είχαν προκύψει οι συλλογισμοί του για την τάση επιστροφής σε μια προηγούμενη κατάσταση, βασιζόταν όχι μόνο στην παρατήρηση ότι οι ασθενείς επέμεναν να επανέρχονται διά μέσου της φαντασίας τους σε οδυνηρές εμπειρίες, αλλά και την προσεχτική παρακολούθηση του εγγονού του Ernst. Μια συνηθισμένη απασχόληση του Ernst ήταν να πετά ένα παιχνίδι μακριά και έπειτα να το βρίσκει και να το φέρνει πίσω. Ο Φρόυντ ερμήνευσε αυτή τη συμπεριφορά ως ένα είδος συμβολικού ελέγχου αισθήματος απώλειας που είχαν δημιουργήσει στον εγγονό του οι πρόσκαιρες απουσίες της μητέρας του (μητέρα του Ernst ήταν η Sophie, η δεύτερη κόρη του Φρόυντ, που πέθανε τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου που δημοσιεύτηκε το Πέραν της αρχής της ηδονής).

Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι η ανάπτυξη και λειτουργία της λίμπιντο (όπως ονόμασε τη σεξουαλική ενόρμηση) έχει ιδιαίτερη σημασία για την προσωπικότητα του ατόμου. Η επιβίωση εξαρτάται από την άμεση ικανοποίηση των ενστίκτων του Εγώ. Αν ένα παιδί δε φάει και δεν πιει, δεν μπορεί να ζήσει. Οι στόχοι αυτών των ενορμήσεων, η μορφή δηλαδή της ικανοποίησης που απαιτούν, είναι συνεπώς καθορισμένοι και επιδέχονται μικρές μόνο παραλλαγές στον τρόπο έκφρασής τους. Η λίμπιντο ή σεξουαλική ενόρμηση, αντίθετα, είναι πολύ πιο εύκαμπτη. Η ατομική επιβίωση δεν κινδυνεύει από την έλλειψη ικανοποίησης. Σημαντικές παραλλαγές επιδέχεται και το αντικείμενο της λιβιδικής ενόρμησης και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί. Το περιβάλλον και το γενικό κοινωνικό πλαίσιο, καθώς και η βιολογική ανάπτυξη παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της μορφής και της έκφρασής τους.

Η φροϋδική χρήση του όρου “σεξουαλικός” είναι διαφορετική από την καθημερινή του χρήση. Για τον Φρόυντ, η λίμπιντο είναι ουσιαστικά μια ενόρμηση που αντικείμενό της έχει τη διέγερση διάφορων περιοχών του σώματος ή, αλλιώς, “ερωτογενών ζωνών”. Ο Φρόυντ θεωρούσε πως η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη ακολουθεί μια βιολογικά προκαθορισμένη σειρά. Η πρώτη φάση της ανάπτυξης τοποθετείται στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής. Η φάση αυτή περιλαμβάνει διάφορα επιμέρους στάδια, που το καθένα τους συνδέεται με μια ορισμένη ερωτογενή ζώνη και ένα συγκεκριμένο μέσο, με το οποίο επιτυγχάνεται η ικανοποίηση. Ο βαθμός και το είδος της ικανοποίησης που δοκιμάζει το παιδί σε κάθε στάδιο εξαρτάται κατά πολύ από την αλληλεπίδρασή του με τα άτομα που το ανατρέφουν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, η υπέρμετρη ικανοποίηση, όπως και η αποστέρηση, έχουν μόνιμες συνέπειες στη διάπλαση του ατόμου. Ο χαρακτήρας αυτών των συνεπειών θα είναι συνάρτηση του σταδίου στο οποίο παρουσιάστηκε η αποστέρηση ή η ικανοποίηση και των μορφών που προσέλαβε. Οι συνέπειες θα βοηθήσουν να προσδιοριστεί όχι μόνο το είδος της σεξουαλικής ικανοποίησης που αναζητά το άτομο στην εφηβεία του, αλλά και η προσωπικότητά του και οι χαρακτηριστικές συναισθηματικές του αντιδράσεις.

Η πρώτη ζώνη ενδιαφέροντος για το νήπιο είναι το στόμα και το αρχικό μέσο ικανοποίησης είναι ο θηλασμός. Όσο αναπτύσσεται η οδοντοφυΐα, τόσο η ηδονή επικεντρώνεται στο δάγκωμα. Σ’ αυτά τα πρώτα στοματικά [oral] στάδια, ο πρωταρχικός ψυχολογικός προσανατολισμός του νηπίου σχετίζεται με τη διαδικασία της ενσωμάτωσης. Το νήπιο επιδιώκει να “απορροφήσει” τις πλευρές του κόσμου που αντικρίζει. Ο ρόλος του είναι βασικά παθητικός, από την άποψη ότι ουσιαστικά η ευζωία του εξαρτάται σχεδόν ολότελα από τις πράξεις των άλλων. Αν οι ανάγκες του ικανοποιούνται, τότε καταλήγει να συλλάβει την ύπαρξή του με θετικό τρόπο και θεωρεί ότι ο κόσμος γύρω του είναι ζεστός και γενναιόδωρος. Αν δοκιμάσει στερήσεις, ο συναισθηματικός του προσανατολισμός μπορεί κάλλιστα να τείνει προς την απαισιοδοξία: το νήπιο μπορεί μα προεξοφλήσει ότι ο κόσμος δε θα το ανταμείβει ποτέ και θα είναι εχθρικός απέναντι στις ανάγκες του. Ο Φρόυντ υποστήριξε ότι η “καθήλωση” σ’ αυτό το στάδιο, που οφείλεται είτε σε αποστέρηση είτε σε υπέρμετρη ικανοποίηση, μπορεί να εκφραστεί σ’ έναν έφηβο υπερβολικά απασχολημένο με τη στοματική ικανοποίηση. Αυτή η ικανοποίηση μπορεί να εξασφαλίζεται με το πιπίλισμα ή το μάσημα γλυκών, το κάπνισμα, το πιοτό ή ακόμα με την υπερβολική φλυαρία. Η καθήλωση μπορεί επίσης να εκφραστεί με την υπερβολική χρησιμοποίηση των τρόπων συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν αυτό το στάδιο -παθητικότητα, εξάρτηση, ενδιαφέρον για την ενσωμάτωση των αξιών, της “καλοσύνης” των άλλων.

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, αποκτούν κινητικότητα και αναπτύσσουν την ικανότητα να επικοινωνούν με τους γονείς τους, η ζώνη ενδιαφέροντος μετατοπίζεται στον πρωκτό. Η ηδονή επέρχεται με τη συγκράτηση και την αποβολή των περιττωμάτων “που επενεργούν ως διεγερτική μάζα σ’ ένα σεξουαλικά ευαίσθητο τμήμα της βλεννογόνου”. Το πρωκτικό [anal] στάδιο έχει σημαντικές επιπτώσεις στη σχέση ανάμεσα στο νήπιο και τον γονέα, και οι φροϋδικοί θεωρούν ότι σ’ αυτό το στάδιο διαμορφώνονται τα κεντρικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Στη διάρκεια της εκπαίδευσης του παιδιού για το πώς να ελέγχει τις ανάγκες του, του ζητούν να μάθει να ελέγχει τις κινήσεις των εντέρων του και να αφοδεύει μόνο την κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο μέρος. Τα κόπρανά του όμως “το νήπιο τα μεταχειρίζεται σαφώς σαν μέρος του σώματός του -αντιπροσωπεύουν γι’ αυτό το πρώτο του “δώρο”: αποβάλλοντάς τα μπορεί να εκφράσει την ενεργή του συμμόρφωση προς το περιβάλλον, ενώ συγκρατώντας τα δηλώνει την ανυπακοή του”. Σαν αντίδραση στις απαιτήσεις των άλλων, το νήπιο μπορεί να υποκύψει, να επαναστατήσει ή να μάθει να αντιμετωπίζει επιτυχώς την εξουσία, χωρίς να χάνει την αυτονομία του. Σε μεταγενέστερη εργασία του, ο Φρόυντ […] διερεύνησε διεξοδικότερα τα γνωρίσματα που μπορεί να εξαρτώνται απ’ αυτό το στάδιο. Αν, για παράδειγμα, η ηδονή που αισθάνεται το παιδί παίζοντας με τα περιττώματά του περιοριστεί αυστηρά από τους γονείς, το παιδί μπορεί να αναπτύξει άμυνες απέναντι σ’ αυτές τις απαγορευμένες ηδονές, που ίσως τις εκφράσει αργότερα με τη μορφή έμμονης μεθοδικότητας και καθαριότητας. Αν οι γονείς επιβάλλουν την αφόδευσή του στο “δοχείο”, μπορεί να το προδιαθέτουν έτσι για μια μεταγενέστερη απόλαυση στη δημιουργία. Τέλος, η φιλαργυρία μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός παιδιού που δε δεχόταν να αφοδεύει “ελεύθερα”.

Στο τρίτο ή φαλλικό [phallic] στάδιο, το παιδί των 4 ή 5 χρονών στρέφει την προσοχή του στα γεννητικά του όργανα. Οι σεξουαλικές διαφορές αποκτούν σπουδαιότητα. Η επαφή με τα παιδιά του αντίθετου φύλου μπορεί να του διεγείρει την περιέργεια. Το παιδάκι είναι πιθανό να απολαμβάνει τον αυνανισμό ή διεγερτικές καταστάσεις, όπως την ώρα του μπάνιου ή όταν ένας έφηβος το κρατά στα γόνατά του. Ως αυτό το σημείο, ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη είναι σχεδόν η ίδια για τα δύο φύλα. Σ’ αυτό το στάδιο όμως οι πορείες τους χωρίζουν. Τα φυσιολογικά αισθήματα στοργής που αισθάνεται το αγόρι για τη μητέρα του μπορεί τώρα να δυναμώσουν και να χρωματιστούν από τα ερωτικά συναισθήματα που προκαλεί ο αυνανισμός. Το αγόρι μπορεί να επιθυμεί να έχει στενή επαφή με τη μητέρα του, λ.χ. να κοιμάται δίπλα της το βράδυ και να εκδηλώνει σεξουαλική περιέργεια γι’ αυτήν. Αυτά τα ενισχυμένα συναισθήματα περιπλέκονται με αισθήματα ανταγωνισμού προς τον πατέρα, που μπορεί να δημιουργήσουν στο παιδί φόβο και εχθρότητα. Το αγόρι φοβάται ίσως μήπως χάσει την αγάπη ή φοβάται ευνουχισμό, δεδομένου ότι επίκεντρο του ενδιαφέροντός του είναι τώρα το πέος, και η αντίληψη της πραγματικότητας παραμένει ακόμα σε μεγάλο βαθμό αυτιστική (καθορίζεται δηλαδή από τη φαντασία). Αυτή τη σύγκρουση ο Φρόυντ την ονόμασε οιδιπόδειο σύμπλεγμα και υπέθεσε ότι έχει καθολική ισχύ. Θεωρούσε ότι η πατροκτονία δεν είναι συμπτωματικά το θέμα όχι μόνο του έργου του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος, αλλά και δυο άλλων αριστουργημάτων της λογοτεχνίας, του Άμλετ του Σαίξπηρ και των Αδελφών Καραμαζώφ του Ντοστογιέφσκι. Ανθρωπολογικές μελέτες δείχνουν πάντως ότι είναι πιθανότερο αυτό το σύμπλεγμα να αποτελεί γνώρισμα ενός συγκεκριμένου τύπου οικογενειακής δομής, όπως ήταν το πατριαρχικό πρότυπο της εποχής του Φρόυντ, που απαντάται σε ορισμένους, αλλά όχι σε όλους τους πολιτισμούς. Η ιδέα είχε σίγουρα μια προσωπική βάση. Κατά την αυτοανάλυσή του και την ερμηνεία των ονείρων του, ο Φρόυντ είχε εκπλαγεί ανακαλύπτοντας τα συναισθήματα εχθρότητας και ενοχής απέναντι στον πατέρα του και τα περίπου ερωτικά του συναισθήματα απέναντι στη μητέρα του.

Ο τρόπος που το αγόρι χειρίζεται αυτή τη σύγκρουση συμβάλλει επίσης στο να καθοριστούν τα σεξουαλικά και συναισθηματικά πρότυπα της μετέπειτα ζωής του. Μια σωστή προσαρμογή μπορεί να επιτευχθεί χάρη στην ενισχυμένη ταύτιση με τον πατέρα. Ένα αποτέλεσμα αυτής της ταύτισης, κατά τον Φρόυντ, είναι η ενδοπροβολή [introjection] γονικών στάσεων και απαγορεύσεων, που παρέχει έτσι τη βάση για τη συνείδηση ή το Υπερεγώ. Αυτή η ταύτιση δημιουργεί ακόμα την υποδομή για να παίξει τον κατάλληλο σεξουαλικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή του και μπορεί να επηρεάσει το χαρακτήρα των σεξουαλικών σχέσεων του εφήβου. Μια έντονη αμφιθυμική στάση απέναντι στη μητέρα μπορεί να διαμορφώθηκε, για παράδειγμα, αν η σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία του αγοριού γι’ αυτήν και στη ζήλια και το φόβο για τον πατέρα του είναι ακραία. Την αμφιθυμία αυτή μπορεί να την επιλύσει υπερεξιδανικεύοντας τη μητέρα του και απωθώντας τα σεξουαλικά αισθήματα που του προκαλεί. Αυτό μπορεί να του δημιουργήσει δυσκολίες στην απαρτίωση της στοργής και της σεξουαλικής ανάγκης. Απέναντι στις γυναίκες θα καταλήξει να αντιδρά μ’ έναν από τους εξής δύο τρόπους: ή θα τις εξιδανικεύει ή θα τις θεωρεί κατάλληλες μόνο για το κρεβάτι. Το πρότυπο αυτό υπήρχε σε ακραία μορφή σ’ έναν ψυχίατρο που είχα κάποτε γνωρίσει. Μολονότι απολάμβανε τον έρωτα με πόρνες και σε κάποιο στάδιο με μια ερωμένη, δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει σεξουαλικά το γάμο του. Ενώ αισθανόταν φυσική έλξη για τη γυναίκα του, αποδείχτηκε απέναντί της σεξουαλικά ανίκανος.

Η περιγραφή του Φρόυντ για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη των κοριτσιών σ’ αυτό το στάδιο είναι περισσότερο ατελής και αντιφατική. Ο Φρόυντ υποστήριζε ότι μια βασική εμπειρία για το κορίτσι είναι το αίσθημα της απώλειας που νιώθει όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πέος. Καθώς συνειδητοποιεί με τον καιρό ότι δεν είναι η μόνη μ’ αυτό το χαρακτηριστικό, ότι ούτε η μητέρα της ούτε καμιά άλλη γυναίκα έχε πέος, καταλήγει συναισθηματικά να υποτιμήσει όλες τις γυναίκες. Ως αυτό το σημείο, το επίκεντρο της στοργής του κοριτσιού, όπως και του αγοριού, ήταν η μητέρα. Ο φθόνος του πέους βοηθά τώρα το κορίτσι να στρέψει το ενδιαφέρον και τη στοργή του προς τον πατέρα του. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι οι φανταστικές εγκυμοσύνες ενός κοριτσιού ή ακόμα η επιθυμία του να κυριαρχεί ή να ανταγωνίζεται τους άντρες μπορεί να απεικονίζουν ασυνείδητα και συμβολικά μιαν απόπειρα να αποκτήσει το μέλος “που λείπει”. Ωστόσο, πολλοί ψυχαναλυτές (π.χ. ο Jones) έχουν επικρίνει τη φροϋδική έννοια του φθόνου του πέους ως υπερβολικά “φαλλοκεντρική”.

Περίπου από την ηλικία των πέντε χρόνων, η σεξουαλική ανάπτυξη διανύει μια λανθάνουσα περίοδο, κατά την οποία η άμεση έκφραση περιορίζεται από τη βαθμιαία εμφάνιση -που ενθαρρύνεται με τη μόρφωση- αντίθετων ψυχικών δυνάμεων, όπως η ντροπή, η αηδία, ηθικά και αισθητικά ιδεωδών. Η σεξουαλική ενέργεια στρέφεται προς τη στοργή. Ο Φρόυντ πίστευε ότι αυτή λανθάνουσα περίοδος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός ανώτερου πολιτισμού, καθώς και σημαντικό παράγοντα για την προδιάθεση στη νεύρωση.

Τα σεξουαλικά αισθήματα επανεμφανίζονται κατά την εφηβεία. Τώρα πια δεν είναι βασικά αυτοερωτικά, αλλά αποσκοπούν μάλλον στην αναζήτηση συντρόφου. Η αισθησιακή και η στοργική έκφραση συγχωνεύονται σε μια σεξουαλική πράξη, που έχει σαν επίκεντρο της τη γενετήσια διέγερση. (Μπορεί βέβαια να επιβιώνουν και άλλοι νηπιακοί τρόποι, οι οποίοι, όμως, στη φυσιολογική ανάπτυξη, υποβαθμίζονται ουσιαστικά στον ρόλο της προ-απόλαυσης). Η νηπιακή ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη αποδίδει τώρα καρπούς. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι οι σεξουαλικές διαστροφές (όταν η ικανοποίηση επιτυγχάνεται κυρίως διά μέσου του στόματος ή του πρωκτού και όχι με τη γενετήσια επαφή) οφείλονται στην καθήλωση (ή παλινδρόμηση) σε κάποιο νηπιακό στάδιο, ως αποτέλεσμα της αποστέρησης ή της υπέρμετρης ικανοποίησης που είχε γνωρίσει το άτομο εκείνη την περίοδο. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι νευρώσεις είναι απλώς το “αρνητικό των διαστροφών”. Όταν υπάρχει καθήλωση σε νηπιακές ανάγκες, και οι ανάγκες αυτές έχουν απωθηθεί και δεν μπόρεσαν να εκφραστούν άμεσα, είναι πιθανό να προσλάβουν τη μορφή νευρωσικών συμπτωμάτων. Συναισθηματικά πρότυπα μεταφέρονται επίσης στην κατάσταση του ενηλίκου. Αν, για παράδειγμα, ένα άτομο έχει ζήσει καταστάσεις έντονου ανταγωνισμού με τ’ αδέρφια του, μπορεί σε ώριμη ηλικία να έχει εξαιρετικά ανταγωνιστική συμπεριφορά προς τους συναδέλφους του ή ακόμα να υποκινεί παρόμοιους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα παιδιά του. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας προκύπτουν με ανάλογο τρόπο. Η έμφαση σ’ ένα νηπιακό τρόπο και όχι σε μια ζώνη ικανοποίησης μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα, όπως είδαμε, μια προδιάθεση για εξάρτηση, αισιοδοξία, κατάθλιψη, δημιουργικότητα, απειθαρχία, υποχωρητικότητα, σε ποικίλους βαθμούς και πολύπλοκους συνδυασμούς. Για τον Φρόυντ, η διαστροφή, η νεύρωση και ο χαρακτήρας δεν είναι παρά διαφορετικές ενορχηστρώσεις του ίδιου θέματος.